- ακηράσιος
- ἀκηράσιος, -ον (Α)1. άθικτος, αμιγής, καθαρός2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο«ἀκηράσιος οἶνος»3. δροσερός, νεανικός4. απάτητος (για λειμώνες).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ-ιος > ἀκηράσιος (πρβλ. θαυματὸς > *θαυμάτ-ιος > θαυμάσιοςἱππήλατος > *ἱπηλάτ-ιος > ιππηλάσιος κ.τ.ό.). Όπως προκειμένου για την ετυμολογία της λ. ἀκήρατος βλ. λ., φαίνεται προτιμότερο να δεχθεί κανείς την ύπαρξη ενός κοινού, ενιαίας ετυμολογικής προελεύσεως, τ. ἀκηράσιος.ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρασία].
Dictionary of Greek. 2013.